εγκατάλειμμα

εγκατάλειμμα
ἐγκατάλειμμα, το (AM)
1. ό,τι έχει απομείνει, το κατάλοιπο
2. ό,τι απέμεινε από τα αχνάρια κάποιου
3. υπόλειμμα, κατακάθι, βόρβορος
4. δοχείο όπου συγκέντρωναν όσα προϊόντα περίσσευαν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκατάλειμμα — remnant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειμμάτων — ἐγκατάλειμμα remnant neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείμμασιν — ἐγκατάλειμμα remnant neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείμματα — ἐγκατάλειμμα remnant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείμματι — ἐγκατάλειμμα remnant neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείμματος — ἐγκατάλειμμα remnant neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • олек — верхняя часть пчелиной борти, где начинаются соты , костром., владим. (Даль), др. русск. олѣкъ, РП (Карский, РП 103), укр. олiк, блр. олёк. Связано со ст. слав. отълѣкъ τὰ κατάλοιπα, ἐγκατάλειμμα остаток (Рs. Sin.). Родственно лит. ãtlaikas… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ԶԱՒԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0722 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. σπέρμα semen ἕκγονον foetus, soboles κατάλειμμα , ἑγκατάλειμμα residuum, reliquum Ծնունդ եւ սերունդ ուրուք. ուստր եւ դուստր. որդի. թոռն. զարմ. տոհմ. մնացորդ կամ յաջորդ ազգի ամենայն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄՆԱՑՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0287 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c Նոյն ընդ վվ. (=ՄՆԱՑՈՐԴՈՒԹԻՒՆ, ՄՆԱՑՈՐԴ). Որպէս մնացեալ ինչ. յաւելուած. եւ Պակասորդ. իբր յն. κατάλοιπον, ἑγκατάλειμμα, ὐπομονή. *Յագեցան կերակրովք, եւ թողին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”